- ανακαλιέμαι
- ανακαλιέμαι και ανακαλιούμαι1. επικαλούμαι: Ανακαλιέται το Θεό και όλους τους αγίους (δημ. τραγ.).2. θρηνώ, οδύρομαι: Γύριζε στους δρόμους του χωριού κι ανακαλιόταν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.